- θεωρῇ
- θεωρέωto be apres subj mp 2nd sgθεωρέωto be apres ind mp 2nd sgθεωρέωto be apres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεωρῆι — θεωρῇ , θεωρέω to be a pres subj mp 2nd sg θεωρῇ , θεωρέω to be a pres ind mp 2nd sg θεωρῇ , θεωρέω to be a pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολήτρα — ἡ, Α χώρος στον οποίο έκλειναν συμφωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολῶ + επίθημα τρα (πρβλ. θεωρή τρα)] … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek